Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαπίπτω
διαπιστεύω
διαπιστέω
διαπλάττω
διαπλατῡ́νω
διαπλέκω
διαπλέω
διάπλεως
διαπληκτίζομαι
διαπλήσσω
διαπλίσσομαι
διάπλοος
διαπλώω
διαπνέω
διαποθνῄσκω
διαποικίλλω
διαποίκιλος
διαπολεμέω
διαπολέμησις
διαπολιορκέω
διαπολῑτεύομαι
View word page
δια-πλίσσομαι
δια-πλίσσομαιmid.vbpf.ptcpl.
διαπεπλιγμένος
stand or walk with the legs apartpf.ptcpl.adj.of a personperh.swaggeringArchil.

ShortDef

stand

Debugging

Headword:
διαπλίσσομαι
Headword (normalized):
διαπλίσσομαι
Headword (normalized/stripped):
διαπλισσομαι
IDX:
8943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8944
Key:
διαπλίσσομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-πλίσσομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-πλίσσομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>pf.ptcpl.</Lbl><Form>διαπεπλιγμένος</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Def>stand or walk with the legs apart</Def><vSGrm><GLbl>pf.ptcpl.adj.</GLbl><Indic>of a person</Indic><Qualif>perh.</Qualif><Def>swaggering</Def><Au>Archil.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'διαπλίσσομαι'}