Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαπιπρᾱ́σκω
διαπίπτω
διαπιστεύω
διαπιστέω
διαπλάττω
διαπλατῡ́νω
διαπλέκω
διαπλέω
διάπλεως
διαπληκτίζομαι
διαπλήσσω
διαπλίσσομαι
διάπλοος
διαπλώω
διαπνέω
διαποθνῄσκω
διαποικίλλω
διαποίκιλος
διαπολεμέω
διαπολέμησις
διαπολιορκέω
View word page
δια-πλήσσω
δια-πλήσσωvb break into pieces, splitoaksIl.

ShortDef

to break

Debugging

Headword:
διαπλήσσω
Headword (normalized):
διαπλήσσω
Headword (normalized/stripped):
διαπλησσω
IDX:
8942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8943
Key:
διαπλήσσω

Data

{'headword_display': '<b>δια-πλήσσω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-πλήσσω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>break into pieces, split</Tr><Obj>oaks<Au>Il.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διαπλήσσω'}