Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαπῑ́νω
διαπιπρᾱ́σκω
διαπίπτω
διαπιστεύω
διαπιστέω
διαπλάττω
διαπλατῡ́νω
διαπλέκω
διαπλέω
διάπλεως
διαπληκτίζομαι
διαπλήσσω
διαπλίσσομαι
διάπλοος
διαπλώω
διαπνέω
διαποθνῄσκω
διαποικίλλω
διαποίκιλος
διαπολεμέω
διαπολέμησις
View word page
δια-πληκτίζομαι
δια-πληκτίζομαιmid.vb of troopsexchange blowsw.dat.w. the enemyPlu.engage the enemyw.dat.w. skirmishesPlu. of a personbrawlw.dat.w. prostitutesPlu.sparw. one's drinking companionsw.dat.w. jestsPlu.

ShortDef

to spar with, skirmish with

Debugging

Headword:
διαπληκτίζομαι
Headword (normalized):
διαπληκτίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διαπληκτιζομαι
IDX:
8941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8942
Key:
διαπληκτίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-πληκτίζομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δια-πληκτίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of troops</Indic><Tr>exchange blows</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. the enemy<Au>Plu.</Au></Cmpl><vS2><Tr>engage the enemy</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. skirmishes<Au>Plu.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> <vS1><Indic>of a person</Indic><Tr>brawl</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. prostitutes<Au>Plu.</Au></Cmpl><vS2><Tr>spar<Expl>w. one's drinking companions</Expl></Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. jests<Au>Plu.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>", 'key': 'διαπληκτίζομαι'}