Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαπηδάω
διαπῑαίνομαι
διαπίμπλημι
διαπίμπρημι
διαπῑ́νω
διαπιπρᾱ́σκω
διαπίπτω
διαπιστεύω
διαπιστέω
διαπλάττω
διαπλατῡ́νω
διαπλέκω
διαπλέω
διάπλεως
διαπληκτίζομαι
διαπλήσσω
διαπλίσσομαι
διάπλοος
διαπλώω
διαπνέω
διαποθνῄσκω
View word page
δια-πλατῡ́νω
δια-πλατῡ́νωvb of a type of foodbroaden out, fattenthe bodyX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαπλατῡ́νω
Headword (normalized):
διαπλατῡ́νω
Headword (normalized/stripped):
διαπλατυνω
IDX:
8937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8938
Key:
διαπλατῡ́νω

Data

{'headword_display': '<b>δια-πλατῡ́νω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-πλατῡ́νω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a type of food</Indic><Tr>broaden out, fatten</Tr><Obj>the body<Au>X.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διαπλατῡ́νω'}