Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαπήγνῡμι
διαπηδάω
διαπῑαίνομαι
διαπίμπλημι
διαπίμπρημι
διαπῑ́νω
διαπιπρᾱ́σκω
διαπίπτω
διαπιστεύω
διαπιστέω
διαπλάττω
διαπλατῡ́νω
διαπλέκω
διαπλέω
διάπλεως
διαπληκτίζομαι
διαπλήσσω
διαπλίσσομαι
διάπλοος
διαπλώω
διαπνέω
View word page
δια-πλάττω
δια-πλάττωAtt.vbπλάσσω mould, shapeloavesPlu.pass.of a terracotta statuebe modelledPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαπλάττω
Headword (normalized):
διαπλάττω
Headword (normalized/stripped):
διαπλαττω
IDX:
8936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8937
Key:
διαπλάττω

Data

{'headword_display': '<b>δια-πλάττω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-πλάττω</HL><PS>Att.vb</PS><Ety><Ref>πλάσσω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>mould, shape</Tr><Obj>loaves<Au>Plu.</Au></Obj><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of a terracotta statue</Indic><Def>be modelled</Def><Au>Plu.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'διαπλάττω'}