Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαπεραιόω
διαπεράω
διαπέρθω
διαπέρχομαι
διαπετάννῡμι
διαπέτομαι
διαπεύθομαι
διαπήγνῡμι
διαπηδάω
διαπῑαίνομαι
διαπίμπλημι
διαπίμπρημι
διαπῑ́νω
διαπιπρᾱ́σκω
διαπίπτω
διαπιστεύω
διαπιστέω
διαπλάττω
διαπλατῡ́νω
διαπλέκω
διαπλέω
View word page
δια-πίμπλημι
δια-πίμπλημιvb pass.of an islandbe filledw.gen.w. captivesTh. pass.of a personhave one's fill, have enoughw.gen.of someoneAnd.

ShortDef

fill full

Debugging

Headword:
διαπίμπλημι
Headword (normalized):
διαπίμπλημι
Headword (normalized/stripped):
διαπιμπλημι
IDX:
8929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8930
Key:
διαπίμπλημι

Data

{'headword_display': '<b>δια-πίμπλημι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δια-πίμπλημι</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of an island</Indic><Def>be filled</Def><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>w. captives<Au>Th.</Au></Cmpl></vSGrm> </vS1> <vS1><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of a person</Indic><Def>have one's fill, have enough</Def><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>of someone<Au>And.</Au></Cmpl></vSGrm> </vS1> </VE>", 'key': 'διαπίμπλημι'}