Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαπεραίνω
διαπεραιόω
διαπεράω
διαπέρθω
διαπέρχομαι
διαπετάννῡμι
διαπέτομαι
διαπεύθομαι
διαπήγνῡμι
διαπηδάω
διαπῑαίνομαι
διαπίμπλημι
διαπίμπρημι
διαπῑ́νω
διαπιπρᾱ́σκω
διαπίπτω
διαπιστεύω
διαπιστέω
διαπλάττω
διαπλατῡ́νω
διαπλέκω
View word page
δια-πῑαίνομαι
δια-πῑαίνομαιpass.vb of sheepgrow fatTheoc.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαπῑαίνομαι
Headword (normalized):
διαπῑαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
διαπιαινομαι
IDX:
8928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8929
Key:
διαπῑαίνομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-πῑαίνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-πῑαίνομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of sheep</Indic><Tr>grow fat</Tr><Au>Theoc.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διαπῑαίνομαι'}