Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαπεπονημένως
διαπεραίνω
διαπεραιόω
διαπεράω
διαπέρθω
διαπέρχομαι
διαπετάννῡμι
διαπέτομαι
διαπεύθομαι
διαπήγνῡμι
διαπηδάω
διαπῑαίνομαι
διαπίμπλημι
διαπίμπρημι
διαπῑ́νω
διαπιπρᾱ́σκω
διαπίπτω
διαπιστεύω
διαπιστέω
διαπλάττω
διαπλατῡ́νω
View word page
δια-πηδάω
δια-πηδάωcontr.vb of a person, horse, hareleap acrossa ditchAr. X. Plu.intr., of a horsetake a leapX.fig., of a personw.prep.phrs.fr. a court and its sentence, to the AssemblyD.

ShortDef

to leap across

Debugging

Headword:
διαπηδάω
Headword (normalized):
διαπηδάω
Headword (normalized/stripped):
διαπηδαω
IDX:
8927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8928
Key:
διαπηδάω

Data

{'headword_display': '<b>δια-πηδάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-πηδάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a person, horse, hare</Indic><Tr>leap across</Tr><Obj>a ditch<Au>Ar. X. Plu.</Au></Obj><vS2><Indic>intr., of a horse</Indic><Tr>take a leap</Tr><Au>X.</Au></vS2><vS2><Indic>fig., of a person</Indic><PrPhr><GLbl>w.prep.phrs.</GLbl>fr. a court and its sentence, to the Assembly<Au>D.</Au></PrPhr></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'διαπηδάω'}