Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαπειραίνω
διαπειράομαι
διαπείρω
διαπέμπω
διαπενθέω
διαπεπονημένως
διαπεραίνω
διαπεραιόω
διαπεράω
διαπέρθω
διαπέρχομαι
διαπετάννῡμι
διαπέτομαι
διαπεύθομαι
διαπήγνῡμι
διαπηδάω
διαπῑαίνομαι
διαπίμπλημι
διαπίμπρημι
διαπῑ́νω
διαπιπρᾱ́σκω
View word page
δι-απέρχομαι
δι-απέρχομαιmid.vbaor.2
διαπῆλθον
of troopsdisperse, disbandD.

ShortDef

to slip away one by one

Debugging

Headword:
διαπέρχομαι
Headword (normalized):
διαπέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
διαπερχομαι
IDX:
8922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8923
Key:
διαπέρχομαι

Data

{'headword_display': '<b>δι-απέρχομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι-απέρχομαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.2</Lbl><Form>διαπῆλθον</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Indic>of troops</Indic><Tr>disperse, disband</Tr><Au>D.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διαπέρχομαι'}