Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διάπειρα
διαπειραίνω
διαπειράομαι
διαπείρω
διαπέμπω
διαπενθέω
διαπεπονημένως
διαπεραίνω
διαπεραιόω
διαπεράω
διαπέρθω
διαπέρχομαι
διαπετάννῡμι
διαπέτομαι
διαπεύθομαι
διαπήγνῡμι
διαπηδάω
διαπῑαίνομαι
διαπίμπλημι
διαπίμπρημι
διαπῑ́νω
View word page
δια-πέρθω
δια-πέρθωvbaor.1
διέπερσα
ep.aor.2
διέπραθον
inf.
διαπραθέειν
ep.3sg.aor.2 mid.w.pass.sens.
διεπράθετο
sack, lay wastea cityHom. Pi.fr. Theoc.mid.of a citybe sackedOd.

ShortDef

to destroy utterly, sack, lay waste

Debugging

Headword:
διαπέρθω
Headword (normalized):
διαπέρθω
Headword (normalized/stripped):
διαπερθω
IDX:
8921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8922
Key:
διαπέρθω

Data

{'headword_display': '<b>δια-πέρθω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-πέρθω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.1</Lbl><Form>διέπερσα</Form></Tns><Tns><Lbl>ep.aor.2</Lbl><Form>διέπραθον</Form><Lbl>inf.</Lbl><Form>διαπραθέειν</Form></Tns><Tns><Lbl>ep.3sg.aor.2 mid.<Expl>w.pass.sens.</Expl></Lbl><Form>διεπράθετο</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>sack, lay waste</Tr><Obj>a city<Au>Hom. Pi.<Wk>fr.</Wk> Theoc.</Au></Obj><vSGrm><GLbl>mid.</GLbl><Indic>of a city</Indic><Def>be sacked</Def><Au>Od.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'διαπέρθω'}