Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαπαύματα
διαπαύομαι
διαπειλέω
διαπεινάω
διάπειρα
διαπειραίνω
διαπειράομαι
διαπείρω
διαπέμπω
διαπενθέω
διαπεπονημένως
διαπεραίνω
διαπεραιόω
διαπεράω
διαπέρθω
διαπέρχομαι
διαπετάννῡμι
διαπέτομαι
διαπεύθομαι
διαπήγνῡμι
διαπηδάω
View word page
διαπεπονημένως
διαπεπονημένωςpf.pass.ptcpl.advseeδιαπονέω

ShortDef

elaborately

Debugging

Headword:
διαπεπονημένως
Headword (normalized):
διαπεπονημένως
Headword (normalized/stripped):
διαπεπονημενως
IDX:
8917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8918
Key:
διαπεπονημένως

Data

{'headword_display': '<b>διαπεπονημένως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>διαπεπονημένως</HL><PS>pf.pass.ptcpl.adv</PS></HG><XR>see<Ref>διαπονέω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διαπεπονημένως'}