Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαπατέω
διαπαύματα
διαπαύομαι
διαπειλέω
διαπεινάω
διάπειρα
διαπειραίνω
διαπειράομαι
διαπείρω
διαπέμπω
διαπενθέω
διαπεπονημένως
διαπεραίνω
διαπεραιόω
διαπεράω
διαπέρθω
διαπέρχομαι
διαπετάννῡμι
διαπέτομαι
διαπεύθομαι
διαπήγνῡμι
View word page
δια-πενθέω
δια-πενθέωcontr.vb mourn continuouslyPlu.

ShortDef

to mourn through

Debugging

Headword:
διαπενθέω
Headword (normalized):
διαπενθέω
Headword (normalized/stripped):
διαπενθεω
IDX:
8916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8917
Key:
διαπενθέω

Data

{'headword_display': '<b>δια-πενθέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-πενθέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>mourn continuously</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διαπενθέω'}