Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαπαρθενεύομαι
διαπασσαλεύω
διαπάσσω
διαπατάω
διαπατέω
διαπαύματα
διαπαύομαι
διαπειλέω
διαπεινάω
διάπειρα
διαπειραίνω
διαπειράομαι
διαπείρω
διαπέμπω
διαπενθέω
διαπεπονημένως
διαπεραίνω
διαπεραιόω
διαπεράω
διαπέρθω
διαπέρχομαι
View word page
διαπειραίνω
διαπειραίνωvbseeπειραίνω

ShortDef

pierce through

Debugging

Headword:
διαπειραίνω
Headword (normalized):
διαπειραίνω
Headword (normalized/stripped):
διαπειραινω
IDX:
8912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8913
Key:
διαπειραίνω

Data

{'headword_display': '<b>διαπειραίνω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>διαπειραίνω</HL><PS>vb</PS></HG><XR>see<Ref>πειραίνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'διαπειραίνω'}