Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαπαλῡ́νω
διαπαπταίνω
διαπαρθενεύομαι
διαπασσαλεύω
διαπάσσω
διαπατάω
διαπατέω
διαπαύματα
διαπαύομαι
διαπειλέω
διαπεινάω
διάπειρα
διαπειραίνω
διαπειράομαι
διαπείρω
διαπέμπω
διαπενθέω
διαπεπονημένως
διαπεραίνω
διαπεραιόω
διαπεράω
View word page
δια-πεινάω
δια-πεινάωcontr.vbdial.1pl.
διαπεινᾶμες
spend all one's time being hungryw. play on διαπίνω spend all one's time drinkingAr.

ShortDef

to hunger one against the other, to have a starving-match

Debugging

Headword:
διαπεινάω
Headword (normalized):
διαπεινάω
Headword (normalized/stripped):
διαπειναω
IDX:
8910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8911
Key:
διαπεινάω

Data

{'headword_display': '<b>δια-πεινάω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δια-πεινάω</HL><PS>contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>dial.1pl.</Lbl><Form>διαπεινᾶμες</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>spend all one's time being hungry<Expl>w. play on <Ref>διαπίνω</Ref> <ital>spend all one's time drinking</ital></Expl></Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'διαπεινάω'}