Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαπαίζομαι
διαπαλαίω
διαπάλη
διαπάλλω
διαπαλῡ́νω
διαπαπταίνω
διαπαρθενεύομαι
διαπασσαλεύω
διαπάσσω
διαπατάω
διαπατέω
διαπαύματα
διαπαύομαι
διαπειλέω
διαπεινάω
διάπειρα
διαπειραίνω
διαπειράομαι
διαπείρω
διαπέμπω
διαπενθέω
View word page
δια-πατέω
δια-πατέωcontr.vb tread throughan upper layer of snowPlb.

ShortDef

tread through

Debugging

Headword:
διαπατέω
Headword (normalized):
διαπατέω
Headword (normalized/stripped):
διαπατεω
IDX:
8906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8907
Key:
διαπατέω

Data

{'headword_display': '<b>δια-πατέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-πατέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>tread through</Tr><Obj>an upper layer of snow<Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διαπατέω'}