Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαπαιδαγωγέω
διαπαιδεύομαι
διαπαίζομαι
διαπαλαίω
διαπάλη
διαπάλλω
διαπαλῡ́νω
διαπαπταίνω
διαπαρθενεύομαι
διαπασσαλεύω
διαπάσσω
διαπατάω
διαπατέω
διαπαύματα
διαπαύομαι
διαπειλέω
διαπεινάω
διάπειρα
διαπειραίνω
διαπειράομαι
διαπείρω
View word page
δια-πάσσω
δια-πάσσωvb sprinklew.partitv.gen.some gold dustw. ἐς + acc.on one's hairHdt.

ShortDef

to sprinkle

Debugging

Headword:
διαπάσσω
Headword (normalized):
διαπάσσω
Headword (normalized/stripped):
διαπασσω
IDX:
8904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8905
Key:
διαπάσσω

Data

{'headword_display': '<b>δια-πάσσω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δια-πάσσω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>sprinkle</Tr><Cmpl><GLbl>w.partitv.gen.</GLbl>some gold dust<Expl><GLbl>w. <Ref>ἐς</Ref> + acc.</GLbl>on one's hair</Expl><Au>Hdt.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>", 'key': 'διαπάσσω'}