Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαξαίνω
διαξιφίζομαι
διαπαιδαγωγέω
διαπαιδεύομαι
διαπαίζομαι
διαπαλαίω
διαπάλη
διαπάλλω
διαπαλῡ́νω
διαπαπταίνω
διαπαρθενεύομαι
διαπασσαλεύω
διαπάσσω
διαπατάω
διαπατέω
διαπαύματα
διαπαύομαι
διαπειλέω
διαπεινάω
διάπειρα
διαπειραίνω
View word page
δια-παρθενεύομαι
δια-παρθενεύομαιpass.vb of a young womanbe defloweredHdt. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαπαρθενεύομαι
Headword (normalized):
διαπαρθενεύομαι
Headword (normalized/stripped):
διαπαρθενευομαι
IDX:
8902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8903
Key:
διαπαρθενεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-παρθενεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-παρθενεύομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a young woman</Indic><Tr>be deflowered</Tr><Au>Hdt. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διαπαρθενεύομαι'}