Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διανύω
διαξαίνω
διαξιφίζομαι
διαπαιδαγωγέω
διαπαιδεύομαι
διαπαίζομαι
διαπαλαίω
διαπάλη
διαπάλλω
διαπαλῡ́νω
διαπαπταίνω
διαπαρθενεύομαι
διαπασσαλεύω
διαπάσσω
διαπατάω
διαπατέω
διαπαύματα
διαπαύομαι
διαπειλέω
διαπεινάω
διάπειρα
View word page
δια-παπταίνω
δια-παπταίνωvb keep glancing aroundw. πρός + acc.at peoplePlu.

ShortDef

to look timidly round

Debugging

Headword:
διαπαπταίνω
Headword (normalized):
διαπαπταίνω
Headword (normalized/stripped):
διαπαπταινω
IDX:
8901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8902
Key:
διαπαπταίνω

Data

{'headword_display': '<b>δια-παπταίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-παπταίνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>keep glancing around</Tr><Cmpl><GLbl>w. <Ref>πρός</Ref> + acc.</GLbl>at people<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'διαπαπταίνω'}