Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διανυκτερεύω
διάνυσμα
διανύω
διαξαίνω
διαξιφίζομαι
διαπαιδαγωγέω
διαπαιδεύομαι
διαπαίζομαι
διαπαλαίω
διαπάλη
διαπάλλω
διαπαλῡ́νω
διαπαπταίνω
διαπαρθενεύομαι
διαπασσαλεύω
διαπάσσω
διαπατάω
διαπατέω
διαπαύματα
διαπαύομαι
διαπειλέω
View word page
δια-πάλλω
δια-πάλλωvbfut.
διαπαλῶ
of a birdspreadits wingsS.fr. of personif. Iron, meton. for the swordallotlandi.e. a grave, to the deadA.

ShortDef

to distribute by lot

Debugging

Headword:
διαπάλλω
Headword (normalized):
διαπάλλω
Headword (normalized/stripped):
διαπαλλω
IDX:
8899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8900
Key:
διαπάλλω

Data

{'headword_display': '<b>δια-πάλλω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-πάλλω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>fut.</Lbl><Form>διαπαλῶ</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of a bird</Indic><Tr>spread</Tr><Obj>its wings<Au>S.<Wk>fr.</Wk></Au></Obj> </vS1> <vS1> <Indic>of personif. Iron, meton. for the sword</Indic><Tr>allot</Tr><Obj>land<Expl>i.e. a grave, to the dead</Expl><Au>A.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διαπάλλω'}