Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀπολογίᾱ
ἀπολογίζομαι
ἀπολογισμός
ἀπόλογος
ἀπολοέω
ἀπολοιδορέω
ἀπόλουσις
ἀπολούω
ἀπολοφῡ́ρομαι
ἀπολῡμαίνομαι
ἀπολῡμαντήρ
ἀπολύσιμος
ἀπόλυσις
ἀπολυτικῶς
ἀπολυτρόω
ἀπολύτρωσις
ἀπολῡ́ω
ἀπολωβάομαι
ἀπολωτίζω
ἀπολωφάω
ἀπομαγδαλιᾱ́
View word page
ἀπολῡμαντήρ
ἀπολῡμαντήρῆροςm one who has the off-scourings or scrapsscrounger, scavengerw.gen.fr. feastsOd.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπολῡμαντήρ
Headword (normalized):
ἀπολῡμαντήρ
Headword (normalized/stripped):
απολυμαντηρ
IDX:
88
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-89
Key:
ἀπολῡμαντήρ

Data

{'headword_display': '<b>ἀπολῡμαντήρ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>ἀπολῡμαντήρ</HL><Infl>ῆρος</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>one who has the off-scourings or scraps</Def><Tr>scrounger, scavenger<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>fr. feasts</Expl></Tr><Au>Od.</Au></nS1></NE>', 'key': 'ἀπολῡμαντήρ'}