Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διανταῖος
διαντλέω
διανυκτερεύω
διάνυσμα
διανύω
διαξαίνω
διαξιφίζομαι
διαπαιδαγωγέω
διαπαιδεύομαι
διαπαίζομαι
διαπαλαίω
διαπάλη
διαπάλλω
διαπαλῡ́νω
διαπαπταίνω
διαπαρθενεύομαι
διαπασσαλεύω
διαπάσσω
διαπατάω
διαπατέω
διαπαύματα
View word page
δια-παλαίω
δια-παλαίωvb of soldiers, in hand-to-hand combatkeep grapplingAr. Plu.

ShortDef

to continue wrestling, go on wrestling

Debugging

Headword:
διαπαλαίω
Headword (normalized):
διαπαλαίω
Headword (normalized/stripped):
διαπαλαιω
IDX:
8897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8898
Key:
διαπαλαίω

Data

{'headword_display': '<b>δια-παλαίω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-παλαίω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of soldiers, in hand-to-hand combat</Indic><Tr>keep grappling</Tr><Au>Ar. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διαπαλαίω'}