Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διανομή
διανομοθετέω
διανταῖος
διαντλέω
διανυκτερεύω
διάνυσμα
διανύω
διαξαίνω
διαξιφίζομαι
διαπαιδαγωγέω
διαπαιδεύομαι
διαπαίζομαι
διαπαλαίω
διαπάλη
διαπάλλω
διαπαλῡ́νω
διαπαπταίνω
διαπαρθενεύομαι
διαπασσαλεύω
διαπάσσω
διαπατάω
View word page
δια-παιδεύομαι
δια-παιδεύομαιpass.vb of a childcomplete one's educationX.

ShortDef

to go through a course of education

Debugging

Headword:
διαπαιδεύομαι
Headword (normalized):
διαπαιδεύομαι
Headword (normalized/stripped):
διαπαιδευομαι
IDX:
8895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8896
Key:
διαπαιδεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-παιδεύομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δια-παιδεύομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a child</Indic><Tr>complete one's education</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'διαπαιδεύομαι'}