Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διανοίγω
διανομεύς
διανομή
διανομοθετέω
διανταῖος
διαντλέω
διανυκτερεύω
διάνυσμα
διανύω
διαξαίνω
διαξιφίζομαι
διαπαιδαγωγέω
διαπαιδεύομαι
διαπαίζομαι
διαπαλαίω
διαπάλη
διαπάλλω
διαπαλῡ́νω
διαπαπταίνω
διαπαρθενεύομαι
διαπασσαλεύω
View word page
δια-ξιφίζομαι
δια-ξιφίζομαιmid.vbξίφος engage in a swordfightcross swordsw.dat.w. an enemyAr.

ShortDef

to fight to the death

Debugging

Headword:
διαξιφίζομαι
Headword (normalized):
διαξιφίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διαξιφιζομαι
IDX:
8893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8894
Key:
διαξιφίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-ξιφίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-ξιφίζομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>ξίφος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Def>engage in a swordfight</Def><Tr>cross swords</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. an enemy<Au>Ar.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'διαξιφίζομαι'}