Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διανοητικός
διανοητός
διάνοια
διανοίγω
διανομεύς
διανομή
διανομοθετέω
διανταῖος
διαντλέω
διανυκτερεύω
διάνυσμα
διανύω
διαξαίνω
διαξιφίζομαι
διαπαιδαγωγέω
διαπαιδεύομαι
διαπαίζομαι
διαπαλαίω
διαπάλη
διαπάλλω
διαπαλῡ́νω
View word page
διάνυσμα
διάνυσμαατοςnδιανύω distance achievedon a journeyPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διάνυσμα
Headword (normalized):
διάνυσμα
Headword (normalized/stripped):
διανυσμα
IDX:
8890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8891
Key:
διάνυσμα

Data

{'headword_display': '<b>διάνυσμα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διάνυσμα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>διανύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>distance achieved<Expl>on a journey</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διάνυσμα'}