Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διανόησις
διανοητικός
διανοητός
διάνοια
διανοίγω
διανομεύς
διανομή
διανομοθετέω
διανταῖος
διαντλέω
διανυκτερεύω
διάνυσμα
διανύω
διαξαίνω
διαξιφίζομαι
διαπαιδαγωγέω
διαπαιδεύομαι
διαπαίζομαι
διαπαλαίω
διαπάλη
διαπάλλω
View word page
δια-νυκτερεύω
δια-νυκτερεύωvb pass the nightNT. Plu.w.cogn.acc.X.

ShortDef

to pass the night

Debugging

Headword:
διανυκτερεύω
Headword (normalized):
διανυκτερεύω
Headword (normalized/stripped):
διανυκτερευω
IDX:
8889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8890
Key:
διανυκτερεύω

Data

{'headword_display': '<b>δια-νυκτερεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-νυκτερεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>pass the night</Tr><Au>NT. Plu.</Au><Obj><GLbl>w.cogn.acc.</GLbl><Au>X.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διανυκτερεύω'}