Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διανοέομαι
διανόημα
διανόησις
διανοητικός
διανοητός
διάνοια
διανοίγω
διανομεύς
διανομή
διανομοθετέω
διανταῖος
διαντλέω
διανυκτερεύω
διάνυσμα
διανύω
διαξαίνω
διαξιφίζομαι
διαπαιδαγωγέω
διαπαιδεύομαι
διαπαίζομαι
διαπαλαίω
View word page
δι-ανταῖος
δι-ανταῖοςᾱ ονalso ος ονE.adjἀνταῖος1 of a weapon, weapon-strokegoing through to the opposite sidepiercingA.of painE. of Fateperh.dealing a piercing strokeA.

ShortDef

extending throughout, right through

Debugging

Headword:
διανταῖος
Headword (normalized):
διανταῖος
Headword (normalized/stripped):
διανταιος
IDX:
8887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8888
Key:
διανταῖος

Data

{'headword_display': '<b>δι-ανταῖος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>δι-ανταῖος</HL><Infl>ᾱ ον<VInfl><Lbl>also</Lbl> <FmInfl>ος ον</FmInfl><Au>E.</Au></VInfl></Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἀνταῖος<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a weapon, weapon-stroke</Indic><Def>going through to the opposite side</Def><Tr>piercing</Tr><Au>A.</Au><aS2><Indic>of pain</Indic><Au>E.</Au></aS2></aS1> <aS1><Indic>of Fate</Indic><Qualif>perh.</Qualif><Tr>dealing a piercing stroke</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'διανταῖος'}