Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διανίσταμαι
διανοέομαι
διανόημα
διανόησις
διανοητικός
διανοητός
διάνοια
διανοίγω
διανομεύς
διανομή
διανομοθετέω
διανταῖος
διαντλέω
διανυκτερεύω
διάνυσμα
διανύω
διαξαίνω
διαξιφίζομαι
διαπαιδαγωγέω
διαπαιδεύομαι
διαπαίζομαι
View word page
δια-νομοθετέω
δια-νομοθετέωcontr.vb of a legislatorenactlawsPl.mid.of expertslay down rulesw.indir.q.as to what is such and suchPl.

ShortDef

enact a law; regulate by law

Debugging

Headword:
διανομοθετέω
Headword (normalized):
διανομοθετέω
Headword (normalized/stripped):
διανομοθετεω
IDX:
8886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8887
Key:
διανομοθετέω

Data

{'headword_display': '<b>δια-νομοθετέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-νομοθετέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a legislator</Indic><Tr>enact</Tr><Obj>laws<Au>Pl.</Au></Obj><vSGrm><GLbl>mid.</GLbl><Indic>of experts</Indic><Tr>lay down rules</Tr><Cmpl><GLbl>w.indir.q.</GLbl>as to what is such and such<Au>Pl.</Au></Cmpl></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'διανομοθετέω'}