Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διανέω
διάνημα
διανήχομαι
διανθίζομαι
διανῑ́σομαι
διανίσταμαι
διανοέομαι
διανόημα
διανόησις
διανοητικός
διανοητός
διάνοια
διανοίγω
διανομεύς
διανομή
διανομοθετέω
διανταῖος
διαντλέω
διανυκτερεύω
διάνυσμα
διανύω
View word page
διανοητός
διανοητόςή όνadj neut.sb.that which is thinkableArist.

ShortDef

that which is

Debugging

Headword:
διανοητός
Headword (normalized):
διανοητός
Headword (normalized/stripped):
διανοητος
IDX:
8881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8882
Key:
διανοητός

Data

{'headword_display': '<b>διανοητός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>διανοητός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><SGrm><GLbl>neut.sb.</GLbl><Def>that which is thinkable</Def><Au>Arist.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'διανοητός'}