Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διανέμω
διανεύω
διανέω
διάνημα
διανήχομαι
διανθίζομαι
διανῑ́σομαι
διανίσταμαι
διανοέομαι
διανόημα
διανόησις
διανοητικός
διανοητός
διάνοια
διανοίγω
διανομεύς
διανομή
διανομοθετέω
διανταῖος
διαντλέω
διανυκτερεύω
View word page
διανόησις
διανόησιςεωςf process of thinkingthoughtPl. way of thinking, opinionPl.product of thinkingthought, notionArist.

ShortDef

process of thinking

Debugging

Headword:
διανόησις
Headword (normalized):
διανόησις
Headword (normalized/stripped):
διανοησις
IDX:
8879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8880
Key:
διανόησις

Data

{'headword_display': '<b>διανόησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διανόησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>process of thinking</Def><Tr>thought</Tr><Au>Pl.</Au></nS1> <nS1><Tr>way of thinking, opinion</Tr><Au>Pl.</Au></nS1><nS1><Def>product of thinking</Def><Tr>thought, notion</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διανόησις'}