Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διανεμητικός
διανέμω
διανεύω
διανέω
διάνημα
διανήχομαι
διανθίζομαι
διανῑ́σομαι
διανίσταμαι
διανοέομαι
διανόημα
διανόησις
διανοητικός
διανοητός
διάνοια
διανοίγω
διανομεύς
διανομή
διανομοθετέω
διανταῖος
διαντλέω
View word page
διανόημα
διανόημαατοςn product of thinkingthought, notionIsoc. Pl. X. NT. Plu.

ShortDef

a thought, notion

Debugging

Headword:
διανόημα
Headword (normalized):
διανόημα
Headword (normalized/stripped):
διανοημα
IDX:
8878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8879
Key:
διανόημα

Data

{'headword_display': '<b>διανόημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διανόημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Def>product of thinking</Def><Tr>thought, notion</Tr><Au>Isoc. Pl. X. NT. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διανόημα'}