Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διάνδιχα
διᾱνεκής
διανέμησις
διανεμητικός
διανέμω
διανεύω
διανέω
διάνημα
διανήχομαι
διανθίζομαι
διανῑ́σομαι
διανίσταμαι
διανοέομαι
διανόημα
διανόησις
διανοητικός
διανοητός
διάνοια
διανοίγω
διανομεύς
διανομή
View word page
δια-νῑ́σομαι
δια-νῑ́σομαιmid.vb of a melodypass throughw.gen.bronze and reedi.e. an aulosPi.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διανῑ́σομαι
Headword (normalized):
διανῑ́σομαι
Headword (normalized/stripped):
διανισομαι
IDX:
8875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8876
Key:
διανῑ́σομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-νῑ́σομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-νῑ́σομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a melody</Indic><Tr>pass through</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>bronze and reed<Expl>i.e. an aulos</Expl><Au>Pi.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'διανῑ́σομαι'}