Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαναυμαχέω
διανάω
διάνδιχα
διᾱνεκής
διανέμησις
διανεμητικός
διανέμω
διανεύω
διανέω
διάνημα
διανήχομαι
διανθίζομαι
διανῑ́σομαι
διανίσταμαι
διανοέομαι
διανόημα
διανόησις
διανοητικός
διανοητός
διάνοια
διανοίγω
View word page
δια-νήχομαι
δια-νήχομαιmid.vb swim acrossa straitPlu. a riverPlu.

ShortDef

swim across

Debugging

Headword:
διανήχομαι
Headword (normalized):
διανήχομαι
Headword (normalized/stripped):
διανηχομαι
IDX:
8873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8874
Key:
διανήχομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-νήχομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-νήχομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>swim across<Expl>a strait</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> <Obj>a river<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διανήχομαι'}