Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διανάστασις
διαναυμαχέω
διανάω
διάνδιχα
διᾱνεκής
διανέμησις
διανεμητικός
διανέμω
διανεύω
διανέω
διάνημα
διανήχομαι
διανθίζομαι
διανῑ́σομαι
διανίσταμαι
διανοέομαι
διανόημα
διανόησις
διανοητικός
διανοητός
διάνοια
View word page
διά-νημα
διά-νημαατοςnνῆμα cross-threadwoof, weftPl.

ShortDef

that which is spun, a thread

Debugging

Headword:
διάνημα
Headword (normalized):
διάνημα
Headword (normalized/stripped):
διανημα
IDX:
8872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8873
Key:
διάνημα

Data

{'headword_display': '<b>διά-νημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διά-νημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>νῆμα</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>cross-thread</Def><Tr>woof, weft</Tr><Au>Pl.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διάνημα'}