Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαναπαύω
διανάστασις
διαναυμαχέω
διανάω
διάνδιχα
διᾱνεκής
διανέμησις
διανεμητικός
διανέμω
διανεύω
διανέω
διάνημα
διανήχομαι
διανθίζομαι
διανῑ́σομαι
διανίσταμαι
διανοέομαι
διανόημα
διανόησις
διανοητικός
διανοητός
View word page
δια-νέω
δια-νέωcontr.vbνέω1 swim acrossw. ἐς + acc.to an islandHdt. fig.swim throughan ocean of words, a speech, argumentsPl.

ShortDef

to swim across

Debugging

Headword:
διανέω
Headword (normalized):
διανέω
Headword (normalized/stripped):
διανεω
IDX:
8871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8872
Key:
διανέω

Data

{'headword_display': '<b>δια-νέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-νέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>νέω<Hm>1</Hm></Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>swim across</Tr><Cmpl><GLbl>w. <Ref>ἐς</Ref> + acc.</GLbl>to an island<Au>Hdt.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Indic>fig.</Indic><Tr>swim through</Tr><Obj>an ocean of words, a speech, arguments<Au>Pl.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διανέω'}