Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
διαναγιγνώσκω
διαναγκάζω
διαναπαύω
διανάστασις
διαναυμαχέω
διανάω
διάνδιχα
διᾱνεκής
διανέμησις
διανεμητικός
διανέμω
διανεύω
διανέω
διάνημα
διανήχομαι
διανθίζομαι
διανῑ́σομαι
διανίσταμαι
διανοέομαι
View word page
διανέμησις
διανέμησιςεωςfδιανέμω distribution, allocationof gifts and honoursPlu.

ShortDef

a distribution

Debugging

Headword:
διανέμησις
Headword (normalized):
διανέμησις
Headword (normalized/stripped):
διανεμησις
IDX:
8867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8868
Key:
διανέμησις

Data

{'headword_display': '<b>διανέμησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διανέμησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>διανέμω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>distribution, allocation<Expl>of gifts and honours</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διανέμησις'}