Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαμῡδαλέος
διαμῡθολογέω
διαμυλλαίνω
διαμφίδιος
διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
διαναγιγνώσκω
διαναγκάζω
διαναπαύω
διανάστασις
διαναυμαχέω
διανάω
διάνδιχα
διᾱνεκής
διανέμησις
διανεμητικός
διανέμω
διανεύω
διανέω
διάνημα
διανήχομαι
View word page
δια-ναυμαχέω
δια-ναυμαχέωcontr.vb fight a decisive naval battleHdt. Th. Isoc. Plu.w.dat.πρός + acc.against someonePlb. Plu.

ShortDef

to maintain a sea-fight

Debugging

Headword:
διαναυμαχέω
Headword (normalized):
διαναυμαχέω
Headword (normalized/stripped):
διαναυμαχεω
IDX:
8863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8864
Key:
διαναυμαχέω

Data

{'headword_display': '<b>δια-ναυμαχέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-ναυμαχέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>fight a decisive naval battle</Tr><Au>Hdt. Th. Isoc. Plu.</Au><Cmpl><GLbl>w.dat.<or/><Gr>πρός</Gr> + acc.</GLbl>against someone<Au>Plb. Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'διαναυμαχέω'}