Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαμπερές
διαμῡδαλέος
διαμῡθολογέω
διαμυλλαίνω
διαμφίδιος
διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
διαναγιγνώσκω
διαναγκάζω
διαναπαύω
διανάστασις
διαναυμαχέω
διανάω
διάνδιχα
διᾱνεκής
διανέμησις
διανεμητικός
διανέμω
διανεύω
διανέω
διάνημα
View word page
διανάστασις
διανάστασιςεωςfδιανίσταμαι process of getting to one's feetafter a fallX. Plb.springing up, emergencew.gen.of troops, fr. ambushPlb.

ShortDef

rising up

Debugging

Headword:
διανάστασις
Headword (normalized):
διανάστασις
Headword (normalized/stripped):
διαναστασις
IDX:
8862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8863
Key:
διανάστασις

Data

{'headword_display': '<b>διανάστασις</b>', 'content': "<NE><HG><HL>διανάστασις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>διανίσταμαι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>process of getting to one's feet<Expl>after a fall</Expl></Tr><Au>X. Plb.</Au></nS1><nS1><Tr>springing up, emergence<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of troops, fr. ambush</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>", 'key': 'διανάστασις'}