Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαμόρφωσις
διαμπάξ
διαμπερές
διαμῡδαλέος
διαμῡθολογέω
διαμυλλαίνω
διαμφίδιος
διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
διαναγιγνώσκω
διαναγκάζω
διαναπαύω
διανάστασις
διαναυμαχέω
διανάω
διάνδιχα
διᾱνεκής
διανέμησις
διανεμητικός
διανέμω
διανεύω
View word page
δι-αναγκάζω
δι-αναγκάζωvb pass.be compelled or obligedw.inf.to do sthg.Pl.be drilled or trainedw.inf.to do sthg.Pl.

ShortDef

drill, train

Debugging

Headword:
διαναγκάζω
Headword (normalized):
διαναγκάζω
Headword (normalized/stripped):
διαναγκαζω
IDX:
8860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8861
Key:
διαναγκάζω

Data

{'headword_display': '<b>δι-αναγκάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι-αναγκάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Def>be compelled or obliged</Def><Cmpl><GLbl>w.inf.</GLbl>to do sthg.<Au>Pl.</Au></Cmpl><vS2><Def>be drilled or trained</Def><Cmpl><GLbl>w.inf.</GLbl>to do sthg.<Au>Pl.</Au></Cmpl></vS2></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'διαναγκάζω'}