Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διάμορφος
διαμορφόω
διαμόρφωσις
διαμπάξ
διαμπερές
διαμῡδαλέος
διαμῡθολογέω
διαμυλλαίνω
διαμφίδιος
διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
διαναγιγνώσκω
διαναγκάζω
διαναπαύω
διανάστασις
διαναυμαχέω
διανάω
διάνδιχα
διᾱνεκής
διανέμησις
διανεμητικός
View word page
διαμφισβήτησις
διαμφισβήτησιςεωςf quality of being open to disputedisputability, equivocalityArist. Plu.

ShortDef

a disputing, dispute

Debugging

Headword:
διαμφισβήτησις
Headword (normalized):
διαμφισβήτησις
Headword (normalized/stripped):
διαμφισβητησις
IDX:
8858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8859
Key:
διαμφισβήτησις

Data

{'headword_display': '<b>διαμφισβήτησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>διαμφισβήτησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>quality of being open to dispute</Def><Tr>disputability, equivocality</Tr><Au>Arist. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'διαμφισβήτησις'}