Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαμνημονεύω
διαμοιράω
διαμονή
διάμορφος
διαμορφόω
διαμόρφωσις
διαμπάξ
διαμπερές
διαμῡδαλέος
διαμῡθολογέω
διαμυλλαίνω
διαμφίδιος
διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
διαναγιγνώσκω
διαναγκάζω
διαναπαύω
διανάστασις
διαναυμαχέω
διανάω
διάνδιχα
View word page
δια-μυλλαίνω
δια-μυλλαίνωvbμύλλον lip distort the lipgrimaceAr.

ShortDef

to make mouths

Debugging

Headword:
διαμυλλαίνω
Headword (normalized):
διαμυλλαίνω
Headword (normalized/stripped):
διαμυλλαινω
IDX:
8855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8856
Key:
διαμυλλαίνω

Data

{'headword_display': '<b>δια-μυλλαίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-μυλλαίνω</HL><PS>vb</PS><Ety><Gr>μύλλον</Gr> <ital>lip</ital></Ety></vHG> <vS1> <Def>distort the lip</Def><Tr>grimace</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διαμυλλαίνω'}