Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαμμοιρηδά
διαμνημονεύω
διαμοιράω
διαμονή
διάμορφος
διαμορφόω
διαμόρφωσις
διαμπάξ
διαμπερές
διαμῡδαλέος
διαμῡθολογέω
διαμυλλαίνω
διαμφίδιος
διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
διαναγιγνώσκω
διαναγκάζω
διαναπαύω
διανάστασις
διαναυμαχέω
διανάω
View word page
δια-μῡθολογέω
δια-μῡθολογέωcontr.vb put into words, expressa sentimentw.dat.w. one's tongueA. talksts. w. πρός + acc.to someonePl.w.acc.about sthg.Pl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαμῡθολογέω
Headword (normalized):
διαμῡθολογέω
Headword (normalized/stripped):
διαμυθολογεω
IDX:
8854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8855
Key:
διαμῡθολογέω

Data

{'headword_display': '<b>δια-μῡθολογέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δια-μῡθολογέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>put into words, express</Tr><Obj>a sentiment<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. one's tongue</Expl><Au>A.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>talk<Expl>sts. <GLbl>w. <Gr>πρός</Gr> + acc.</GLbl>to someone</Expl></Tr><Au>Pl.</Au><Obj><GLbl>w.acc.</GLbl>about sthg.<Au>Pl.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'διαμῡθολογέω'}