Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαμινῡ́ρομαι
διαμῑσέω
διαμιστύλλω
διαμμοιρηδά
διαμνημονεύω
διαμοιράω
διαμονή
διάμορφος
διαμορφόω
διαμόρφωσις
διαμπάξ
διαμπερές
διαμῡδαλέος
διαμῡθολογέω
διαμυλλαίνω
διαμφίδιος
διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
διαναγιγνώσκω
διαναγκάζω
διαναπαύω
View word page
δι-αμπάξ
δι-αμπάξadv. and prepἀνά; app.πήγνῡμι, cf.ἅπαξ ref. to piercingright through, all the way throughA. X. Plu.w.gen.someone's chest or throatA. E.ref. to rushingfrom end to endw.gen.of a landA.

ShortDef

right through, through and through

Debugging

Headword:
διαμπάξ
Headword (normalized):
διαμπάξ
Headword (normalized/stripped):
διαμπαξ
IDX:
8851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8852
Key:
διαμπάξ

Data

{'headword_display': '<b>δι-αμπάξ</b>', 'content': "<AdvE><vHG><HL>δι-αμπάξ</HL><PS>adv. and prep</PS><Ety><Ref>ἀνά</Ref>; app.<Ref>πήγνῡμι</Ref>, cf.<Ref>ἅπαξ</Ref></Ety></vHG> <advS1><Indic>ref. to piercing</Indic><Tr>right through, all the way through</Tr><Au>A. X. Plu.</Au><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>someone's chest or throat<Au>A. E.</Au></Cmpl><advS2><Indic>ref. to rushing</Indic><Tr>from end to end</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a land<Au>A.</Au></Cmpl></advS2></advS1></AdvE>", 'key': 'διαμπάξ'}