Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαμῑκρολογέομαι
διαμιλλάομαι
διαμινῡ́ρομαι
διαμῑσέω
διαμιστύλλω
διαμμοιρηδά
διαμνημονεύω
διαμοιράω
διαμονή
διάμορφος
διαμορφόω
διαμόρφωσις
διαμπάξ
διαμπερές
διαμῡδαλέος
διαμῡθολογέω
διαμυλλαίνω
διαμφίδιος
διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
διαναγιγνώσκω
View word page
δια-μορφόω
δια-μορφόωcontr.vb shapea tree-trunkinto a trophyPlu.

ShortDef

give form to, shape

Debugging

Headword:
διαμορφόω
Headword (normalized):
διαμορφόω
Headword (normalized/stripped):
διαμορφοω
IDX:
8849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8850
Key:
διαμορφόω

Data

{'headword_display': '<b>δια-μορφόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-μορφόω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>shape</Tr><Obj>a tree-trunk<Expl>into a trophy</Expl><Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διαμορφόω'}