Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διάμετρος
διαμηρίζω
διαμηχανάομαι
διαμῑκρολογέομαι
διαμιλλάομαι
διαμινῡ́ρομαι
διαμῑσέω
διαμιστύλλω
διαμμοιρηδά
διαμνημονεύω
διαμοιράω
διαμονή
διάμορφος
διαμορφόω
διαμόρφωσις
διαμπάξ
διαμπερές
διαμῡδαλέος
διαμῡθολογέω
διαμυλλαίνω
διαμφίδιος
View word page
δια-μοιράω
δια-μοιράωcontr.vbep.3sg.impf.mid.
διεμμοιρᾶτο
cleave in twoa person, w. a swordE.tear limb from limb, dismemberpersonsE. mid.rendsomeone's fleshE. mid.divide out, apportionfoodOd.share out, allocaterowing-benchesby lotAR.

ShortDef

to divide, rend asunder

Debugging

Headword:
διαμοιράω
Headword (normalized):
διαμοιράω
Headword (normalized/stripped):
διαμοιραω
IDX:
8846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8847
Key:
διαμοιράω

Data

{'headword_display': '<b>δια-μοιράω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>δια-μοιράω</HL><PS>contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>ep.3sg.impf.mid.</Lbl><Form>διεμμοιρᾶτο</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>cleave in two<Expl>a person, w. a sword</Expl></Tr><Au>E.</Au><vS2><Tr>tear limb from limb, dismember</Tr><Obj>persons<Au>E.</Au></Obj></vS2> <vSGrm><GLbl>mid.</GLbl><Tr>rend</Tr><Obj>someone's flesh<Au>E.</Au></Obj></vSGrm> </vS1> <vS1> <vSGrm><GLbl>mid.</GLbl><Tr>divide out, apportion</Tr><Obj>food<Au>Od.</Au></Obj><vS2><Tr>share out, allocate</Tr><Obj>rowing-benches<Expl>by lot</Expl><Au>AR.</Au></Obj> </vS2></vSGrm> </vS1> </VE>", 'key': 'διαμοιράω'}