Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαμετρητός
διάμετρον
διάμετρος
διαμηρίζω
διαμηχανάομαι
διαμῑκρολογέομαι
διαμιλλάομαι
διαμινῡ́ρομαι
διαμῑσέω
διαμιστύλλω
διαμμοιρηδά
διαμνημονεύω
διαμοιράω
διαμονή
διάμορφος
διαμορφόω
διαμόρφωσις
διαμπάξ
διαμπερές
διαμῡδαλέος
διαμῡθολογέω
View word page
διαμμοιρηδά
διαμμοιρηδάep.advδιαμοιράω quasi-adjl., of midnightdividing in twothe nightAR.

ShortDef

dividing in twain

Debugging

Headword:
διαμμοιρηδά
Headword (normalized):
διαμμοιρηδά
Headword (normalized/stripped):
διαμμοιρηδα
IDX:
8844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8845
Key:
διαμμοιρηδά

Data

{'headword_display': '<b>διαμμοιρηδά</b>', 'content': '<AdvE><vHG><HL>διαμμοιρηδά</HL><PS>ep.adv</PS><Ety><Ref>διαμοιράω</Ref></Ety></vHG> <advS1><Indic>quasi-adjl., of midnight</Indic><Tr>dividing in two<Expl>the night</Expl></Tr><Au>AR.</Au></advS1></AdvE>', 'key': 'διαμμοιρηδά'}