Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαμετρέω
διαμετρητός
διάμετρον
διάμετρος
διαμηρίζω
διαμηχανάομαι
διαμῑκρολογέομαι
διαμιλλάομαι
διαμινῡ́ρομαι
διαμῑσέω
διαμιστύλλω
διαμμοιρηδά
διαμνημονεύω
διαμοιράω
διαμονή
διάμορφος
διαμορφόω
διαμόρφωσις
διαμπάξ
διαμπερές
διαμῡδαλέος
View word page
δια-μιστύλλω
δια-μιστύλλωvb chop upa sacrificial victimHdt.

ShortDef

to cut up piecemeal

Debugging

Headword:
διαμιστύλλω
Headword (normalized):
διαμιστύλλω
Headword (normalized/stripped):
διαμιστυλλω
IDX:
8843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8844
Key:
διαμιστύλλω

Data

{'headword_display': '<b>δια-μιστύλλω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-μιστύλλω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>chop up</Tr><Obj>a sacrificial victim<Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'διαμιστύλλω'}