Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαμερισμός
διαμετρέω
διαμετρητός
διάμετρον
διάμετρος
διαμηρίζω
διαμηχανάομαι
διαμῑκρολογέομαι
διαμιλλάομαι
διαμινῡ́ρομαι
διαμῑσέω
διαμιστύλλω
διαμμοιρηδά
διαμνημονεύω
διαμοιράω
διαμονή
διάμορφος
διαμορφόω
διαμόρφωσις
διαμπάξ
διαμπερές
View word page
δια-μῑσέω
δια-μῑσέωcontr.vb loathe, be disgusted bysthg.Arist.pass.of a placebe loathedPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαμῑσέω
Headword (normalized):
διαμῑσέω
Headword (normalized/stripped):
διαμισεω
IDX:
8842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8843
Key:
διαμῑσέω

Data

{'headword_display': '<b>δια-μῑσέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-μῑσέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>loathe, be disgusted by</Tr><Obj>sthg.<Au>Arist.</Au></Obj><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of a place</Indic><Def>be loathed</Def><Au>Plu.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'διαμῑσέω'}