Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμετρέω
διαμετρητός
διάμετρον
διάμετρος
διαμηρίζω
διαμηχανάομαι
διαμῑκρολογέομαι
διαμιλλάομαι
διαμινῡ́ρομαι
διαμῑσέω
διαμιστύλλω
διαμμοιρηδά
διαμνημονεύω
διαμοιράω
διαμονή
διάμορφος
διαμορφόω
διαμόρφωσις
View word page
δι-αμιλλάομαι
δι-αμιλλάομαιmid.contr.vb strenuously contendcompetefreq. w.dat.πρός + acc.w. someonePl. Plb. Plu.

ShortDef

to contend hotly, strive earnestly

Debugging

Headword:
διαμιλλάομαι
Headword (normalized):
διαμιλλάομαι
Headword (normalized/stripped):
διαμιλλαομαι
IDX:
8840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8841
Key:
διαμιλλάομαι

Data

{'headword_display': '<b>δι-αμιλλάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δι-αμιλλάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>strenuously contend<or/>compete<Expl>freq. <GLbl>w.dat.<or/><Gr>πρός</Gr> + acc.</GLbl>w. someone</Expl></Tr><Au>Pl. Plb. Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'διαμιλλάομαι'}