Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμετρέω
διαμετρητός
διάμετρον
διάμετρος
διαμηρίζω
διαμηχανάομαι
διαμῑκρολογέομαι
διαμιλλάομαι
διαμινῡ́ρομαι
διαμῑσέω
διαμιστύλλω
διαμμοιρηδά
διαμνημονεύω
διαμοιράω
διαμονή
διάμορφος
διαμορφόω
View word page
δια-μῑκρολογέομαι
δια-μῑκρολογέομαιmid.contr.vb of the populacebe meanpettyw. πρός + acc.towards someonePlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαμῑκρολογέομαι
Headword (normalized):
διαμῑκρολογέομαι
Headword (normalized/stripped):
διαμικρολογεομαι
IDX:
8839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8840
Key:
διαμῑκρολογέομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-μῑκρολογέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-μῑκρολογέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of the populace</Indic><Tr>be mean<or/>petty</Tr><Cmpl><GLbl>w. <Gr>πρός</Gr> + acc.</GLbl>towards someone<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'διαμῑκρολογέομαι'}