Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

διαμέμνημαι
διαμέμφομαι
διαμένω
διαμερίζω
διαμερισμός
διαμετρέω
διαμετρητός
διάμετρον
διάμετρος
διαμηρίζω
διαμηχανάομαι
διαμῑκρολογέομαι
διαμιλλάομαι
διαμινῡ́ρομαι
διαμῑσέω
διαμιστύλλω
διαμμοιρηδά
διαμνημονεύω
διαμοιράω
διαμονή
διάμορφος
View word page
δια-μηχανάομαι
δια-μηχανάομαιmid.contr.vb contrive, arrangesthg.Pl. Plu.w.inf.to do sthg.Pl.w.compl.cl.that one or someone shd. do sthg.Ar. Pl. Plu.that sthg. shd. happenPl.w.acc. + inf.Plu.

ShortDef

to bring about, contrive

Debugging

Headword:
διαμηχανάομαι
Headword (normalized):
διαμηχανάομαι
Headword (normalized/stripped):
διαμηχαναομαι
IDX:
8838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-8839
Key:
διαμηχανάομαι

Data

{'headword_display': '<b>δια-μηχανάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>δια-μηχανάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>contrive, arrange</Tr><Obj>sthg.<Au>Pl. Plu.</Au></Obj><Cmpl><GLbl>w.inf.</GLbl>to do sthg.<Au>Pl.</Au></Cmpl><Cmpl><GLbl>w.compl.cl.</GLbl>that one or someone shd. do sthg.<Au>Ar. Pl. Plu.</Au></Cmpl><Cmpl>that sthg. shd. happen<Au>Pl.</Au></Cmpl><Cmpl><GLbl>w.acc. + inf.</GLbl><Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'διαμηχανάομαι'}